-
1 σπορά
[спора] ουσ. θ. засеивание.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπορά
-
2 спора
[σπόρα] ουσ. θ. σπόρος -
3 спора
[σπόρα] ουσ θ σπόρος -
4 сев
-а α.σπορά, σπάρσιμο•весенний сев ανοιξιάτικη σπορά•
осенний сев φθινοπωριάτικη σπορά.
-
5 авиасев
η αεροπορική σπορά, η σπορά μέσω των αεροσκαφών, η αεροσπορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиасев
-
6 посев
-
7 посевной
посевной: \посевнойая площадь η σπαρμένη επιφάνεια· \посевнойая кампания η σπορά, η εποχή της σποράς* * *посевна́я пло́щадь — η σπαρμένη επιφάνεια
посевна́я кампа́ния — η σπορά, η εποχή της σποράς
-
8 сев
-
9 посев
-а α.1. σπορά, σπάρσιμο•рядовой посев γραμμική σπορά•
время -а ο καιρός της σποράς.
2. το σπαρτό. -
10 посевной
επ.1. της σποράς•-ая кампания γενική κινητοποίηση για τη σπορά.
2. ουσ. θ. -ая σπορά. -
11 предпосевной
επ.πριν τη σπορά•-ая обработка почвы η πριν τη σπορά καλλιέργεια εδάφους.
-
12 высев
η σπορά-ать σπείρω/σπέρνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высев
-
13 затравка
1. (при выращивании кристаллов) η σπορά καλλιέργειας κρυστάλλων 2. мет. η μεταλλική βάση της χελώνας (κατά τη συνεχή χύτευση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затравка
-
14 кампания
η εκστρατία, η περίοδοςизбирательная - η προεκλογική καμπάνια (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кампания
-
15 пересев
1. (повторный сев) η επαναληπτική σπορά 2. (повторное просеивание) το επαναληπτικό κοσκίνισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересев
-
16 посев
1. (действие) η σποράперекрёстный - с.-х. γραμμική σταυρωτή -2. (то, что посеяно) τα σπαρτά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посев
-
17 самосев
(бот., с - х.) η φυσική σπορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > самосев
-
18 сев
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сев
-
19 шала
с.-х. το ακαθάριστο ρύζι (για σπορά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шала
-
20 весенний
весенн||ийприл ἀνοιξιάτικος, ἐαρινός:\весеннийие посевы ἀνοιξιάτικη σπορά· \весеннийяя пора́ ἡ ἄνοιξη.
См. также в других словарях:
σπορά — σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc/acc dual σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποράς scattered masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορᾷ — σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
σπορά — η 1. σκόρπισμα των σπόρων στη γη για να βλαστήσουν, σπάρσιμο: Και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια πολλοί γεωργοί προτιμούν τη γραμμική σπορά των σιτηρών. 2. εποχή της σποράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπορᾶι — σπορᾷ , σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράν — σπορά̱ν , σπορά sowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραῖς — σπορά sowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραῖσιν — σπορά sowing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραί — σπορά sowing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)